- πινακηδόν
- πῐνᾰκ-ηδόν, Adv., ([etym.] πίναξ)A like planks,
ῥήματα π. ἀποσπῶν Ar.Ra. 824
, cf. Sch.adloc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥήματα π. ἀποσπῶν Ar.Ra. 824
, cf. Sch.adloc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πινακηδόν — like planks indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακηδόν — Α επίρρ. σαν σανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, ακος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek